- συνωρικεύομαι
- συνωρ-ῐκεύομαι,A drive a pair, Ar.Nu.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνωρικεύομαι — και αττ. τ. ξυνωρικεύομαι Α οδηγώ συνωρίδα ή επιβαίνω σε συνωρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, ίδος μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *συνωρικός] … Dictionary of Greek